- κατατέμνω
- (AM κατατέμνω, Α και ιων. τ. κατατάμνω)κόβω κάτι σε πολλά και μικρά κομμάτια, κατακομματιάζω κατακόβω, διαμερίζωαρχ.1. κόβω δρόμους για την οικοδόμηση πόλεως, ρυμοτομώ2. κόβω κατά βάθος, κάνω άνοιγμα στη γη3. περικόπτω, λιγοστεύω κόβοντας4. περιφρονώ, βρίζω, κακολογώ5. παθ. κατατέμνομαιδιαιρούμαι6. (το ουδ. πληθ. τής μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τά κατατετμημέναοι τόποι όπου γίνονταν εκσκαφές και εξορύξεις.
Dictionary of Greek. 2013.